- εφορμίζω
- (Α ἐφορμίζω) [έφορμος II]1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαιεισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζωαρχ.1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.
Dictionary of Greek. 2013.